навевать - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

навевать - translation to ρωσικά


навевать      
см. навеять
навевать сны - inspirer des rêves
endormir      
1) засыпать 2) усыплять, навевать сон
être la madeleine de qn      
être la madeleine de qn
навевать воспоминания кому-либо (намек на эпизод из романа Пруста)

Ορισμός

навевать
несов. перех. и неперех.
1) неперех. Слегка веять (1).
2) перех. Наносить, приносить ветром, течением воздуха.
3) перен. перех. Вызывать у кого-л. какое-л. настроение, приводить в какое-л. душевное состояние.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για навевать
1. Морские побережья должны навевать только романтические настроения.
2. Спокойная обстановка вторника будет навевать на вас скуку.
3. По логике вещей это должно навевать футболистам мысли об отпуске.
4. Но не будет ли слишком пугать моргающая физиономия и навевать дурные сны?
5. Именно на телевидение возложена главная задача постоянно навевать народу сон золотой.